Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(Ιερά) Σύνοψη

  • 1 Σύνοψη

    Σύνοψη κ. Σύνοψις η
    1) сокращение, выписка, краткое обозрение;
    2) (Ιερά) Σύνοψη — Синопсис – книга, содержащая краткое изложение Священного Писания, например Синопсис Божественного Писания Ветхого и Нового Заветов, составленный великим Афанасием Александрийским;
    3) молитвослов для мирянина
    Этим.
    < дргр. σύνοψις «общий взгляд, обзор» < συν- (приставка со значением «одновременности») + οψ «глаз» < συνόψομαι «сразу обозревать, одновременно видеть»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Σύνοψη

  • 2 Σύνοψις

    Σύνοψη κ. Σύνοψις η
    1) сокращение, выписка, краткое обозрение;
    2) (Ιερά) Σύνοψη — Синопсис – книга, содержащая краткое изложение Священного Писания, например Синопсис Божественного Писания Ветхого и Нового Заветов, составленный великим Афанасием Александрийским;
    3) молитвослов для мирянина
    Этим.
    < дргр. σύνοψις «общий взгляд, обзор» < συν- (приставка со значением «одновременности») + οψ «глаз» < συνόψομαι «сразу обозревать, одновременно видеть»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Σύνοψις

См. также в других словарях:

  • σύνοψη — η / σύνοψις, όψεως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σύνοψις Ν 1. συνοπτική επισκόπηση, συγκεφαλαίωση 2. συνοπτική πραγματεία, επιτομή νεοελλ. φρ. α) «σύνοψις ευαγγελίων» εκκλ. η ενιαία έκθεση τής ευαγγελικής διήγησης προκειμένου να επιτευχθεί ενιαία… …   Dictionary of Greek

  • Σύνοψις ιερά — Εγχειρίδιο που περιέχει εκκλησιαστικές προσευχές και ακολουθίες, που απευθύνεται κυρίως στους λαϊκούς. Υπάρχει μικρή και μεγάλη σύνοψη. Στην τελευταία καταχωρούνται και τα κείμενα των Ευαγγελίων και των Πράξεων των Αποστόλων που διαβάζονται τις… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»